- λευκόπους
- λευκόπουςwhite-footedmasc/fem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκόπους — ουν (Α λευκόπους, ουν) αυτός που έχει τα πόδια λευκά … Dictionary of Greek
λευκόποδας — λευκόπους white footed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόποδες — λευκόπους white footed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόποσιν — λευκόπους white footed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόπουν — λευκόπους white footed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
ποδάργης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «λευκόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πόδαργος, κατά τα σιγμόληκτα] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
φαινόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρό πους] … Dictionary of Greek